Βασιλικιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βασιλικιώτισσα < Βασιλικιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /va.si.liˈco.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐σι‐λι‐κιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βασιλικιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Βασιλικιώτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- βασιλικιώτικος
- → και δείτε τις λέξεις Βασιλικά και Βασιλικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βασιλικιώτης
Βασιλικιώτισσα
|