Διόκλειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Διόκλειο | τα | Διόκλεια |
γενική | του | Διόκλειου & Διοκλείου |
των | Διόκλειων & Διοκλείων |
αιτιατική | το | Διόκλειο | τα | Διόκλεια |
κλητική | Διόκλειο | Διόκλεια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðiˈo.kli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δι‐ό‐κλει‐ο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Διόκλειο ουδέτερο
- επωνυμία του νοσοκομείου της Καρύστου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ειο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Επωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Νοσοκομεία της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Νοσοκομεία (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)