Δολιανίτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δολιανίτισσα οι Δολιανίτισσες
      γενική της Δολιανίτισσας των Δολιανιτισσών
    αιτιατική τη Δολιανίτισσα τις Δολιανίτισσες
     κλητική Δολιανίτισσα Δολιανίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δολιανίτισσα < Δολιανίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðo.ʎaˈni.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δο‐λια‐νί‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δολιανίτισσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Δολιανίτης