Μετάβαση στο περιεχόμενο

Δυοβουνιώτισσα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δυοβουνιώτισσα οι Δυοβουνιώτισσες
      γενική της Δυοβουνιώτισσας των Δυοβουνιωτισσών
    αιτιατική τη Δυοβουνιώτισσα τις Δυοβουνιώτισσες
     κλητική Δυοβουνιώτισσα Δυοβουνιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Δυοβουνιώτισσα < Δυοβουνιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði.o.vuˈɲo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δυοβουνιώτισσα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Δυοβουνιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Δυοβουνιώτης