πακέτο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ robot Adding: io:πακέτο
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Βικιποίηση των μεταφράσεων
Γραμμή 23: Γραμμή 23:
{|
{|
* {{en}} : 1. [[box]] 2. [[pack]] 3. [[package]]
* {{en}} : 1. [[box]] 2. [[pack]] 3. [[package]]
<!-- *Αραβικά: -->
<!--* {{ar}} : {{ξεν|ar|XXX}}-->
<!-- *Βιετναμέζικά: -->
<!-- *Βιετναμέζικά: -->
<!-- *Βουλγαρικά: -->
<!-- *Βουλγαρικά: -->
Γραμμή 29: Γραμμή 29:
* {{fr}} : 1-2. [[paquet]] {{α}} 3. [[package]] {{α}}
* {{fr}} : 1-2. [[paquet]] {{α}} 3. [[package]] {{α}}
* {{de}} : 1-2. [[Päckchen]] ''o'' 3. [[Packet]] ''o''
* {{de}} : 1-2. [[Päckchen]] ''o'' 3. [[Packet]] ''o''
<!-- *Εβραϊκά: -->
<!--* {{he}} : {{ξεν|he|XXX}}-->
<!-- *Εσπεράντο: -->
<!--* {{eo}} : {{ξεν|eo|XXX}}-->
<!-- *Ιαπωνικά: -->
<!--* {{ja}} : {{ξεν|ja|XXX}}-->
<!-- *Ido: -->
<!--* {{io}} : {{ξεν|io|XXX}}-->
<!-- *Ισπανικά: -->
<!--* {{es}} : {{ξεν|es|XXX}}-->
<!-- *Ιταλικά: -->
<!--* {{it}} : {{ξεν|it|XXX}}-->
<!-- *Κινεζικά: -->
<!-- *Κινεζικά: -->
<!-- *Κορεατικά: -->
<!--* {{ko}} : {{ξεν|ko|XXX}}-->
<!-- *Κροατικά: -->
<!--* {{hr}} : {{ξεν|hr|XXX}}-->
|}
|}
| width=1% |
| width=1% |
|valign=top width=48%|
|valign=top width=48%|
{|
{|
<!-- *Λατινικά: -->
<!--* {{la}} : {{ξεν|la|XXX}}-->
<!-- *Λιθουανικά: -->
<!--* {{lt}} : {{ξεν|lt|XXX}}-->
<!-- *Ολλανδικά: -->
<!--* {{nl}} : {{ξεν|nl|XXX}}-->
<!-- *Ουγγρικά: -->
<!--* {{hu}} : {{ξεν|hu|XXX}}-->
<!-- *Ουκρανικά: -->
<!--* {{uk}} : {{ξεν|uk|XXX}}-->
<!-- *Πολωνικά: -->
<!--* {{pl}} : {{ξεν|pl|XXX}}-->
<!--* {{pt}} : {{ξεν|pt|XXX}}-->
<!-- *Πορτογαλικά: -->
<!-- *Ρουμανικά: -->
<!--* {{ro}} : {{ξεν|ro|XXX}}-->
<!-- *Ρωσικά: -->
<!--* {{ru}} : {{ξεν|ru|XXX}}-->
<!-- *Σερβικά: -->
<!--* {{sr}} : {{ξεν|sr|XXX}}-->
<!-- *Σουηδικά: -->
<!--* {{sv}} : {{ξεν|sv|XXX}}-->
<!-- *Τουρκικά: -->
<!--* {{tr}} : {{ξεν|tr|XXX}}-->
<!-- *Φιλανδικά: -->
<!--* {{fi}} : {{ξεν|fi|XXX}}-->
|}
|}
|}
|}

Αναθεώρηση της 07:49, 14 Φεβρουαρίου 2007

Πρότυπο:=el= Πρότυπο:-ετυμ-

  1. Από το ιταλικό pacchetto.
  2. (Το ίδιο.)
  3. Από το αγγλικό package.

Πρότυπο:-ουσ- πακέτο ουδέτερο

  1. Δέμα {π.χ. δώρο) περιτυλιγμένο σε χαρτί.
    Ο ταχυδρόμος έφερε ένα πακέτο.
  2. Κουτί με τσιγάρα.
    Αγόρασε ένα πακέτο (τσιγάρα).
  3. (όρος της οικονομίας) Σύνολο προτάσεων προς μελέτη.
    Ο επίτροπος πρότεινε ένα πακέτο για τα μεσογειακά κράτη.
  4. (αργκό:) το ψέμα (συνήθως όταν χρησιμοποιείται μονολεκτικά) ή και το ζόρι
    Έφαγα χοντρό πακέτο.

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-μτφ-