βαρεμάρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'πείνα' |
{{el-κλίσ-'πείνα'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[βάρεμα]] + '''-άρα''' |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[βάρεμα]] + '''-άρα''' |
Αναθεώρηση της 14:28, 16 Ιουνίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαρεμάρα | οι | βαρεμάρες |
γενική | της | βαρεμάρας | — | |
αιτιατική | τη | βαρεμάρα | τις | βαρεμάρες |
κλητική | βαρεμάρα | βαρεμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- βαρεμάρα < βάρεμα + -άρα
Ουσιαστικό
βαρεμάρα θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία κάποιος βαριέται