ξαπλώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Ρομπότ: Προσθήκη κατηγορίας Ρήματα σε -ώνω
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 79: Γραμμή 79:


[[Κατηγορία:Ρήματα σε -ώνω]]
[[Κατηγορία:Ρήματα σε -ώνω]]

[[fr:ξαπλώνω]]
[[li:ξαπλώνω]]
[[mg:ξαπλώνω]]

Αναθεώρηση της 20:58, 21 Μαΐου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξαπλώνω < ἐξαπλώνω < αρχαία ελληνική ἐξαπλῶ

Ρήμα

ξαπλώνω , πρτ.: ξάπλωνα, στ.μέλλ.: θα ξαπλώσω, αόρ.: ξάπλωσα, παθ.φωνή: ξαπλώνομαι, μτχ.π.π.: ξαπλωμένος

  1. τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση
  2. πέφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή απλώς να ξεκουραστώ
    θα πάω να ξαπλώσω για λίγο
  1. τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
  2. ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα

Παράγωγα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις