είθισται: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 7: | Γραμμή 7: | ||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
||
* [[συνηθίζομαι|συνηθίζεται]], γίνεται κατά τέτοιο τρόπο λόγω [[συνήθεια]]ς ή [[σύμβαση]]ς, κοινωνικής ή άλλης, ή [[έθιμο|εθίμου]] |
* [[συνηθίζομαι|συνηθίζεται]], γίνεται κατά τέτοιο τρόπο λόγω [[συνήθεια]]ς ή [[σύμβαση]]ς, κοινωνικής ή άλλης, ή [[έθιμο|εθίμου]] |
||
: '''''είθισται''' το Πάσχα να βάφουμε κόκκινα αυγά'' |
*: '''''είθισται''' το Πάσχα να βάφουμε κόκκινα αυγά'' |
||
: '''''είθισται''' στις επαγγελματικές επαφές να απευθυνόμαστε στους άλλους στο πληθυντικό'' |
*: '''''είθισται''' στις επαγγελματικές επαφές να απευθυνόμαστε στους άλλους στο πληθυντικό'' |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 12:50, 21 Οκτωβρίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- είθισται < αρχαία ελληνική εἴθισται, γ’ ενικό οριστικής παρακειμένου του ρήματος ἐθίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐθίζω
Ρήμα
είθισται
- συνηθίζεται, γίνεται κατά τέτοιο τρόπο λόγω συνήθειας ή σύμβασης, κοινωνικής ή άλλης, ή εθίμου
- είθισται το Πάσχα να βάφουμε κόκκινα αυγά
- είθισται στις επαγγελματικές επαφές να απευθυνόμαστε στους άλλους στο πληθυντικό
Μεταφράσεις
είθισται