Ζερικιώτισσα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ζερικιώτισσα < Ζερικιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ze.ɾiˈco.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζε‐ρι‐κιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ζερικιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Ζερικιώτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ζερικιώτης
Ζερικιώτισσα
|