Ιτεώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.teˈo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ι‐τε‐ώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ιτεώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Ιτεώτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Ιτέα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ιτεώτης
Ιτεώτισσα
|