Κίσσελη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κύσσελη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Κίσσελη
      γενική της Κίσσελης
    αιτιατική την Κίσσελη
     κλητική Κίσσελη
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κίσσελη < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈci.se.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κίσ‐σε‐λη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κίσσελη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ Α 193, 20 Σεπτεμβρίου 1928 (λήψη αρχείου PDF)