Καζάκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καζάκα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καζάκα οι Καζάκες
      γενική της Καζάκας των Καζακών
    αιτιατική την Καζάκα τις Καζάκες
     κλητική Καζάκα Καζάκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Καζάκα < Καζάκ(ος) +

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καζάκα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καζακστανός

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Καζάκα < γενική ενικού του αρσενικού Καζάκας

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καζάκα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]