Καμαριώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Καμαριώτισσα < Καμαριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.maɾˈʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐μαρ‐ιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Καμαριώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Καμαριώτης
- οικισμός στη Σαμοθράκη
- προσωνυμία εικόνας της Παναγίας σε ναό στη Σαμοθράκη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καμαριώτης
πατριδωνυμικό
|
οικισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισσα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Προσωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)