Καπανδριτιώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καπανδριτιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καπανδριτιώτισσα οι Καπανδριτιώτισσες
      γενική της Καπανδριτιώτισσας των Καπανδριτιωτισσών
    αιτιατική την Καπανδριτιώτισσα τις Καπανδριτιώτισσες
     κλητική Καπανδριτιώτισσα Καπανδριτιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καπανδριτιώτισσα < Καπανδριτιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.pan.ðɾiˈtço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐παν‐δρι‐τιώ‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καπανδριτιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καπανδριτιώτης