Κηπιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κηπιώτισσα < Κηπιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ciˈpço.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κη‐πιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κηπιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Κηπιώτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κηπιώτης
Κηπιώτισσα
|