Κορυδαλλιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κορυδαλλιώτισσα < Κορυδαλλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ko.ɾi.ðaˈʎo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐ρυ‐δαλ‐λιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κορυδαλλιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Κορυδαλλιώτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κορυδαλλιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Κορυδαλλός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κορυδαλλιώτης
Κορυδαλλιώτισσα
|