Κριεζιώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κριεζιώτισσα οι Κριεζιώτισσες
      γενική της Κριεζιώτισσας των Κριεζιωτισσών
    αιτιατική την Κριεζιώτισσα τις Κριεζιώτισσες
     κλητική Κριεζιώτισσα Κριεζιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κριεζιώτισσα < Κριεζιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾi.eˈzʝo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κρι‐ε‐ζιώ‐της

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κριεζιώτισσα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κριεζιώτης