Κυπαρισσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κυπαρισσία | οι | Κυπαρισσίες |
γενική | της | Κυπαρισσίας | των | Κυπαρισσιών |
αιτιατική | την | Κυπαρισσία | τις | Κυπαρισσίες |
κλητική | Κυπαρισσία | Κυπαρισσίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κυπαρισσία θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Κυπαρισσία
|