Λαγονησιώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λαγονησιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λαγονησιώτισσα οι Λαγονησιώτισσες
      γενική της Λαγονησιώτισσας των Λαγονησιωτισσών
    αιτιατική τη Λαγονησιώτισσα τις Λαγονησιώτισσες
     κλητική Λαγονησιώτισσα Λαγονησιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λαγονησιώτισσα < Λαγονησιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /la.ɣo.niˈsço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λα‐γο‐νη‐σιώ‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λαγονησιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Λαγονησιώτης