Λαμψακηνή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λαμψακηνή οι Λαμψακηνές
      γενική της Λαμψακηνής των Λαμψακηνών
    αιτιατική τη Λαμψακηνή τις Λαμψακηνές
     κλητική Λαμψακηνή Λαμψακηνές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λαμψακηνή < Λαμψακην(ός) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lam.psa.ciˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λαμ‐ψα‐κη‐νή

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λαμψακηνή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Λαμψακηνός



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

Λαμψακηνή