Λιασίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Λιασίκι
      γενική του Λιασικιού
Λιασικίου
    αιτιατική το Λιασίκι
     κλητική Λιασίκι
Η κατάληξη -ιού προφέρεται με συνίζηση.
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, λόγιος, παλιότερος.
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Λιασίκι < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʎaˈsi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λια‐σί‐κι

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Λιασίκι ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]