Λοκροί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | οἱ | Λοκροί |
γενική | τῶν | Λοκρῶν |
δοτική | τοῖς | Λοκροῖς |
αιτιατική | τοὺς | Λοκρούς |
κλητική ὦ! | Λοκροί | |
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Λοκροί < πληθυντικός αριθμός του Λοκρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Λοκροί αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (εθνικό όνομα) οι κάτοικοι της Λοκρίδας, ως έθνος κατά τους κλασικούς χρόνους που διακρίνονταν σε τρία επιμέρους γένη: οι Ὀπούντιοι, οι Ἐπικνημίδιοι και οι Ὀζόλαι, από δε τους τελευταίους προέρχονταν οι Ἐπιζεφύριοι στη Κάτω Ιταλία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Λοκρός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Λοκροί στη Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- Λοκροί - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του Λοκρός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' στον πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι κυρίων ονομάτων (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)