Μαγουλιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μαγουλιώτισσα < Μαγουλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.ɣuˈʎo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐γου‐λιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μαγουλιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Μαγουλιώτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Μαγούλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μαγουλιώτης
Μαγουλιώτισσα
|