Μακρυκάπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Μακρυκάπα
      γενική της Μακρυκάπας
    αιτιατική τη Μακρυκάπα
     κλητική Μακρυκάπα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άποψη της Μακρυκάπας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μακρυκάπα < μακρυ- + κάπα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ma.kɾiˈka.pa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μα‐κρυ‐κά‐πα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μακρυκάπα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]