Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μαλινέζος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μαλινέζος οι Μαλινέζοι
      γενική του Μαλινέζου των Μαλινέζων
    αιτιατική τον Μαλινέζο τους Μαλινέζους
     κλητική Μαλινέζε Μαλινέζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Μαλινέζος < Μάλι + -έζος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Μαλινέζος αρσενικό (θηλυκό Μαλινέζα)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]