Μαλινέζος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Μαλινέζος αρσενικό (θηλυκό Μαλινέζα)
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από το Μάλι
Μαλινέζος αρσενικό (θηλυκό Μαλινέζα)