Μεσαριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μεσαριά, Μεσαρά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μεσαριά οι Μεσαριές
      γενική της Μεσαριάς των Μεσαριών
    αιτιατική τη Μεσαριά τις Μεσαριές
     κλητική Μεσαριά Μεσαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μεσαριά < μετατροπή του προσηγορικού μεσαριά (που βρίσκεται ανάμεσα) σε τοπωνυμικό, για χωριά που βρίσκονται μεταξύ βουνών, στην ενδοχώρα· πιθανολογείται προέλευση από το Μέσα Μεριά

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μεσαριά θηλυκό

  1. (για τον γενικό όρο) → δείτε τη λέξη μεσαριά
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας, συνήθως διαφόρων μεσόγειων χωριών σε νησιά όπως στην Άνδρο, στην Κέρκυρα, στην Κύθνο (άλλη ονομασία της Χώρας Κύθνου) και αλλού

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Ν.Α.Β. (=Νικόλαος Βέης) λ. «Μεσαρέα και Μεσαριά» & λ. «Μεσαριά», στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. 9 (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1930), σ. 324.