Μοναστηράκιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Μοναστηράκιον | τὰ | Μοναστηράκια | ||||
γενική | τοῦ | Μοναστηρακίου | τῶν | Μοναστηρακίων | ||||
δοτική | τῷ | Μοναστηρακίῳ | τοῖς | Μοναστηρακίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | Μοναστηράκιον | τὰ | Μοναστηράκια | ||||
κλητική ὦ! | Μοναστηράκιον | Μοναστηράκια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μοναστηράκιον < Μοναστηράκ(ι) + -ιον
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μοναστηράκιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) επίσημη ή παλαιά ονομασία οικισμών της Ελλάδας: Μοναστηράκι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μοναστηράκιον
|