Ξενοφωντίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ξενοφωντίνα | οι | Ξενοφωντίνες |
γενική | της | Ξενοφωντίνας | — | |
αιτιατική | την | Ξενοφωντίνα | τις | Ξενοφωντίνες |
κλητική | Ξενοφωντίνα | Ξενοφωντίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ξενοφωντίνα < αρσενικό Ξενοφώντ(ας) + θηλυκό επίθημα -ίνα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ξενοφωντίνα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ξενοφωντίνα
|