Ξυλικιώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ξυλικιώτισσα οι Ξυλικιώτισσες
      γενική της Ξυλικιώτισσας των Ξυλικιωτισσών
    αιτιατική την Ξυλικιώτισσα τις Ξυλικιώτισσες
     κλητική Ξυλικιώτισσα Ξυλικιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ξυλικιώτισσα < Ξυλικιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ksi.liˈco.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ξυ‐λι‐κιώ‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ξυλικιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ξυλικιώτης