Ξυνιαδιώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ξυνιαδιώτισσα οι Ξυνιαδιώτισσες
      γενική της Ξυνιαδιώτισσας των Ξυνιαδιωτισσών
    αιτιατική την Ξυνιαδιώτισσα τις Ξυνιαδιώτισσες
     κλητική Ξυνιαδιώτισσα Ξυνιαδιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ξυνιαδιώτισσα < Ξυνιαδιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ksi.ni.aˈðʝo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ξυ‐νι‐α‐διώ‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ξυνιαδιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ξυνιαδιώτης