Παλαιοκερασιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Παλαιοκερασιώτισσα < Παλαιοκερασιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.le.o.ce.ɾaˈsço.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐λαι‐ο‐κε‐ρα‐σιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Παλαιοκερασιώτισσα θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη Παλαιοκερασιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Παλαιοκερασιώτης
Παλαιοκερασιώτισσα
|