Παπαγιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Παπαγιώτισσα < Παπαγιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.paˈʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐πα‐γιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Παπαγιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Παπαγιώτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Παπάγος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Παπαγιώτης
Παπαγιώτισσα
|