Περιβολιώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Περιβολιώτισσα οι Περιβολιώτισσες
      γενική της Περιβολιώτισσας των Περιβολιωτισσών
    αιτιατική την Περιβολιώτισσα τις Περιβολιώτισσες
     κλητική Περιβολιώτισσα Περιβολιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Περιβολιώτισσα < Περιβολιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ɾi.voˈʎo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πε‐ρι‐βο‐λιώ‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Περιβολιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Περιβολιώτης