Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σαβά

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Σαβά < αρχαία ελληνική Σάϐα < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή שבא  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σαβά ουδέτερο, άκλιτο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]