Σεληνιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σεληνιώτισσα < Σεληνιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /se.liˈɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σε‐λη‐νιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σεληνιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Σεληνιώτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σεληνιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Σελήνια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σεληνιώτης
Σεληνιώτισσα
|