Σικιαρίδειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σικιαρίδειο | τα | Σικιαρίδεια |
γενική | του | Σικιαρίδειου & Σικιαριδείου |
των | Σικιαρίδειων & Σικιαριδείων |
αιτιατική | το | Σικιαρίδειο | τα | Σικιαρίδεια |
κλητική | Σικιαρίδειο | Σικιαρίδεια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σικιαρίδειο < από το επώνυμο του δωρητή Σικιαρίδ(ης) + -ειο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.caˈɾi.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σι‐κια‐ρί‐δει‐ο
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σικιαρίδειο ουδέτερο
- (επωνυμία) ονομασία ιατρείου στην Αθήνα
- ※ Η οικογένεια Σικιαρίδη είχε ιδρύσει το Σικιαρίδειο Πολυϊατρείο ακριβώς πίσω από το «Ρεξ», στην οδό Φειδίου 5. (Νίκος Βατόπουλος, Τα 80 χρόνια του «Ρεξ», του πιο νεοϋορκέζικου κτιρίου της Αθήνας, Η Καθημερινή, 18 Μαΐου 2017)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σικιαρίδειο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ειο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Επωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)