Σουριναμέζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Σουριναμέζος αρσενικό (θηλυκό Σουριναμέζα)
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από το Σουρινάμ