Σουρπιώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σουρπιώτισσα οι Σουρπιώτισσες
      γενική της Σουρπιώτισσας των Σουρπιωτισσών
    αιτιατική τη Σουρπιώτισσα τις Σουρπιώτισσες
     κλητική Σουρπιώτισσα Σουρπιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σουρπιώτισσα < Σουρπιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /suɾˈpço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σουρ‐πιώ‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σουρπιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σουρπιώτης