Σπαθαριώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σπαθαριώτισσα < Σπαθαριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /spa.θaɾˈʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σπα‐θα‐ριώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σπαθαριώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Σπαθαριώτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σπαθαριώτης
Σπαθαριώτισσα
|