Σταυριώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σταυριώτισσα οι Σταυριώτισσες
      γενική της Σταυριώτισσας των Σταυριωτισσών
    αιτιατική τη Σταυριώτισσα τις Σταυριώτισσες
     κλητική Σταυριώτισσα Σταυριώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σταυριώτισσα < Σταυριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sta.vɾiˈo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σταυ‐ρι‐ώ‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σταυριώτισσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σταυριώτης