Στεφανιώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Στεφανιώτισσα οι Στεφανιώτισσες
      γενική της Στεφανιώτισσας των Στεφανιωτισσών
    αιτιατική τη Στεφανιώτισσα τις Στεφανιώτισσες
     κλητική Στεφανιώτισσα Στεφανιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Στεφανιώτισσα < Στεφανιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ste.faˈɲo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στε‐φα‐νιώ‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Στεφανιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Στεφανιώτης