Στουραΐτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Στουραΐτισσα < Στουραΐτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /stuˈɾai.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στου‐ραΐ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Στουραΐτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Στουραΐτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη Στύρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Στουραΐτης
Στουραΐτισσα
|