Στρογγυλιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Στρογγυλιώτισσα < Στρογγυλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /stɾoŋ.ɟiˈʎo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στρογ‐γυ‐λιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Στρογγυλιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Στρογγυλιώτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Στρογγυλιώτης
Στρογγυλιώτισσα
|