Στρογγυλιώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Στρογγυλιώτισσα οι Στρογγυλιώτισσες
      γενική της Στρογγυλιώτισσας των Στρογγυλιωτισσών
    αιτιατική τη Στρογγυλιώτισσα τις Στρογγυλιώτισσες
     κλητική Στρογγυλιώτισσα Στρογγυλιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Στρογγυλιώτισσα < Στρογγυλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stɾoŋ.ɟiˈʎo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στρογ‐γυ‐λιώ‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Στρογγυλιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Στρογγυλιώτης