Σχηματαριώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σχηματαριώτης < Σχηματάρ(ι) + -ιώτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σχηματαριώτης αρσενικό (θηλυκό Σχηματαριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από το Σχηματάρι ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σχηματαριώτης
|