Τοτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τοτός οι Τοτοί
      γενική του Τοτού των Τοτών
    αιτιατική τον Τοτό τους Τοτούς
     κλητική Τοτέ Τοτοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τοτός < ιταλική Toto (χαϊδευτικό του Antonio)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τοτός αρσενικό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις;: όταν κάποιος μας λέει κάτι που το θεωρούμε απίθανο, κυρίως για να δείξουμε ότι αυτό που μόλις ειπώθηκε μάλλον σαν ανέκδοτο μπορεί να θεωρηθεί παρά σαν πραγματικότητα
  • μη γίνεσαι Τοτός!: μη λες ασυναρτησίες, μη γίνεσαι γελοίος/αστείος/γραφικός/ευκολόπιστος/ενοχλητικός - σκωπτικής και απαξιωτικής σημασίας

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • χρησιμοποιείται σε ιστορίες ή ανέκδοτα για να κατονομαστεί το κύριο παιδικό πρόσωπο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]