Τουρκομάνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τουρκομάνος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Τουρκομάνος αρσενικό
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από το Τουρκμενιστάν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Τουρκομάνος
|