Τσαπουρνιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τσαπουρνιώτισσα < Τσαπουρνιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /t͡sa.puɾˈɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσα‐πουρ‐νιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Τσαπουρνιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Τσαπουρνιώτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Τσαπουρνιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Τσαπουρνιώτης
Τσαπουρνιώτισσα
|