Χαλκιδικιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Χαλκιδικιώτης < Χαλκιδικ(ή) + -ιώτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Χαλκιδικιώτης αρσενικό (θηλυκό Χαλκιδικιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται ή κατοικεί στη Χαλκιδική
Συγγενικά[επεξεργασία]
- χαλκιδικιώτικος
- → δείτε τις λέξεις Χαλκιδική και Χαλκίδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Χαλκιδικιώτης