Χελιδόνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χελιδόνα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Χελιδόνα οι Χελιδόνες
      γενική της Χελιδόνας
    αιτιατική τη Χελιδόνα τις Χελιδόνες
     κλητική Χελιδόνα Χελιδόνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Χελιδόνα < χελιδόνα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xe.liˈðo.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χε‐λι‐δό‐να

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Χελιδόνα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]