Χοβχαννές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Χοβχαννές < άμεσο δάνειο από την αρμενική Հովհաննես (Hovhannes)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Χοβχαννές αρσενικό, άκλιτο
Συγγενικά[επεξεργασία]
ονόματα:
επώνυμα:
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Χοβχαννές
|